20 Σεπ 2008

Σελίδες από την ιστορία των μαύρων των ΗΠΑ - Β' Μέρος

Δεν έχει εξακριβωθεί πότε ακριβώς εμφανίστηκαν οι πρώτοι σκλάβοι χριστιανοί. Χριστιανική Εκκλησία υπήρχε στη Δυτική Αφρική έναν αιώνα πριν ο πρώτος μαύρος σκλάβος πατήσει στην αμερικανική ήπειρο. Υπάρχει ένα παλιό αφρικανικό ρητό που επαναλαμβάνεται μέχρι σήμερα και που λέει: «Όταν οι λευκοί ήρθαν στην Αφρική, αυτοί είχαν τη Βίβλο κι εμείς τη γη. Τώρα εμείς έχουμε τη Βίβλο κι αυτοί έχουν τη γη». Δεν είναι λοιπόν καθόλου απίθανο, κάποιοι από τους αλυσοδεμένους μαύρους, που μετέφεραν στα αμπάρια των πλοίων οι λευκοί δουλέμποροι, να ήταν πιστοί χριστιανοί. Ωστόσο, από τον 18ο αιώνα αρχίζει ο συστηματικός ευαγγελισμός των μαύρων σκλάβων από κάποια οργάνωση που εδρεύει στο Λονδίνο. Η δουλειά τους δεν είναι καθόλου εύκολη. Πρώτα απ’ όλα οι ιεραπόστολοι συναντούν αντιδράσεις στο έργο τους από τους λευκούς. Δεν ξέρω αν κάποιοι από αυτούς τους λευκούς είναι χριστιανοί. Αναρωτιέμαι όμως τι είδους χριστιανοί είναι αυτοί που εναντιώνονται στον ευαγγελισμό των συνανθρώπων τους, με τη δικαιολογία ότι δεν ανήκουν στο ανθρώπινο γένος κι άρα δεν έχουν ψυχή. Αργότερα βάζουν νερό στο κρασί τους και παραδέχονται πως κατά τα 3/5 είναι άνθρωποι, όπως είπαμε και πριν. Οι σκλάβοι δε γνωρίζουν την αγγλική γλώσσα. Κι εξάλλου είναι φοβερά δύσκολο να ξεριζωθεί από μέσα τους η παλιά θρησκεία με τις αμέτρητες δεισιδαιμονίες. Δεν είναι όμως μονάχα αυτό. Είναι αλήθεια ότι ευαγγέλιο ολοκληρωμένο δεν μπορεί να κηρυχθεί κάτω από καθεστώς δουλείας. Το ευαγγέλιο που μεταδίδουν στους σκλάβους οι ιεραπόστολοι κι οι ιεροκήρυκες είναι μονόπλευρο. Μιλά για τη σωτηρία, για τη χαρά που χαρίζει η πίστη μέσα στην ανθρώπινη καρδιά, για την ελπίδα του ουρανού. Πολλά όμως παραλείπονται ή ξεπερνιούνται στα γρήγορα. Οι μαύροι υπηρέτες στα χριστιανικά σπίτια κοιτάζονται μεταξύ τους και κρυφογελούν όταν στις οικογενειακές προσευχές τα αφεντικά διαβάζουν με ευχαρίστηση και με άνεση το χωρίο: «οι δούλοι υπακούτε στους κατά σάρκα κυρίους σας», παραλείπουν όμως χωρία όπως εκείνο στο 58ο κεφάλαιο του προφήτη Ησαΐα: «Η νηστεία που εγώ διάλεξα, δεν είναι τούτη; Το να λύνεις τους δεσμούς της κακίας, το να διαλύεις βαριά φορτία και το να αφήνεις ελεύθερους τους καταδυναστευμένους και το να συντρίβεις κάθε ζυγό;» Φυσικό λοιπόν είναι πολλοί από τους μαύρους δούλους να θεωρούν ότι το ευαγγέλιο που τους κήρυτταν οι λευκοί αφέντες τους δεν είναι αληθινό, αλλά απάτη. Κι όμως, όπως σημειώνει κι ο εκδότης του αμερικανικού χριστιανικού περιοδικού «Christian History», κι αυτό είναι το θαυμαστό, αρκετοί μαύροι έβλεπαν τη διαφορά ανάμεσα στο μήνυμα της Βίβλου και στην κουλτούρα ενός χριστιανισμού που επέτρεπε κι ενθάρρυνε τη δουλοκτησία. Όταν ο υποτιθέμενος χριστιανός αφέντης κάποιου μαύρου σκλάβου, του William Craft, πούλησε τους ηλικιωμένους γονείς του Craft, γιατί λόγω ηλικίας είχαν πια καταντήσει ασύμφοροι οικονομικά, ο Craft δήλωσε ότι ένιωσε «ένα βαθύ μίσος, όχι για τον χριστιανισμό, αλλά για την ευσέβεια που συνδυαζόταν με τη δουλοκτησία». Ολοκληρωμένο ευαγγέλιο και δουλεία δεν πάνε μαζί. Το είχε καταλάβει πολύ καλά εκείνος ο αφέντης από τη Βαλτιμόρη, που βλέποντας τη γυναίκα του να διδάσκει ένα σκλάβο πώς να διαβάζει τη Γραφή, την προειδοποίησε έξαλλος: «Άκου δω: αν διδάξεις αυτόν το νέγρο πώς να διαβάζει τη Βίβλο, ξέχασέ τον. Δεν πρόκειται να τον κρατήσεις κοντά σου με τίποτε...»
Πολλές είναι οι μαρτυρίες μαύρων σκλάβων που διασώζονται και που διηγούνται με τον πιο συγκλονιστικό τρόπο τη στιγμή της επιστροφής τους στο Χριστό, όπου, όπως περιγράφουν, τους άρπαξε το Άγιο Πνεύμα, θανάτωσε τον παλιό τους εαυτό και τους ανάστησε σε μια νέα ζωή. Τέτοιες εμπειρίες αναγέννησης πραγματοποιούνταν στις φυτείες, όπου δούλευαν, στα δάση, σε υπαίθριες συναθροίσεις, στις καλύβες τους ή ακόμα και σε συναθροίσεις που οδηγούσαν οι ίδιοι οι μαύροι. Ο John Jasper, διάσημος μαύρος ιεροκήρυκας, θυμόταν σχετικά με την πνευματική μεταστροφή του, που έλαβε χώρα την ώρα που δούλευε σ’ ένα καπνεργοστάσιο: «Και ξαφνικά έλαμψε φως. Ένιωσα ελαφρός σαν πούπουλο. Τα πόδια μου πατούσαν σε ψηλή κορφή. Η σωτηρία πλημμύρισε σαν κατακλυσμός την ψυχή μου κι εγώ είχα την αίσθηση πως μπορούσα να γκρεμίσω τη στέγη του εργοστασίου με τις κραυγές μου». Και κάποιος άλλος αναφωνεί, έχοντας ακούσει τα καλά νέα πως ο Χριστός πέθανε για τον καθένα μας: «Ω, τι ευλογημένο και γλυκό το αίσθημα πως κάποιος μ’ έχει αγαπήσει!»
Είπαμε πιο πριν για το ατελές ευαγγέλιο που κήρυτταν οι ιεραπόστολοι κι οι ιεροκήρυκες στους μαύρους σκλάβους. Δυστυχώς το κακό δεν περιορίστηκε μόνον εδώ. Υπάρχουν ακόμα χειρότερα. Κι εδώ ακριβώς ο φαρισαϊσμός των «χριστιανών» έφτασε στο αποκορύφωμά του. Ας μας γίνουν παράδειγμα κι ας αποφεύγουμε ανάλογες καταστάσεις:
Όσο ο δούλος έμενε ξένος προς τη χριστιανική πίστη, ήταν τις Κυριακές εντελώς ελεύθερος. Κανείς δεν τον ενοχλούσε, κανείς δεν τον αστυνόμευε. Έλα όμως που το μεράκι αρκετών από αυτούς που συχνάζουν στις εκκλησίες είναι να αστυνομεύουν τους άλλους, μη τυχόν και αμαρτήσουν... Κι αν μάλιστα έχουν και σκλάβους στην κατοχή τους, τότε το μεράκι αυτό ικανοποιείται κατά τον καλύτερο τρόπο. Μόλις λοιπόν ο σκλάβος γινόταν Χριστιανός, άρχιζε η αστυνόμευση: «Έλα δω! Δούλεψες σήμερα Κυριακή; Αμάρτησες! Ετοιμάσου λοιπόν αύριο Δευτέρα να μαστιγωθείς!» Προσοχή! Όχι σήμερα, γιατί σήμερα είναι Κυριακή, η ημέρα του Κυρίου και σήμερα ούτε δουλεύουμε ούτε μαστιγώνουμε, γιατί και το μαστίγωμα είναι κι αυτό δουλειά!
Ωστόσο, μερικοί δεν περίμεναν καν να ξημερώσει η Δευτέρα. Διηγούνται για έναν από τους αφέντες πως διακόνησε το πρωί στο Δείπνο του Κυρίου, προσφέροντας στο δούλο του από τον Άρτο και τον Οίνο και το απόγευμα τον μαστίγωσε, γιατί άργησε να επιστρέψει στο κτήμα μερικά μονάχα λεπτά, πέρα από την κανονισμένη ώρα. «Άλλο αγάπη, άλλο καθήκον», όπως έλεγε κι ο καθηγητής μου στο γυμνάσιο...
Κάποια σκλάβα θυμάται τη μέρα που βαπτίστηκε: «Ο άνθρωπος που με βάπτισε είχε μια έγχρωμη δούλη δεμένη στην αυλή του για να τη μαστιγώσει μετά την επιστροφή του. Υποχρεωθήκαμε να κάτσουμε και να τον ακούμε να μας κηρύττει κι ανάμεσα μας να έχουμε και τη μητέρα της κοπέλας που θα μαστίγωνε, και να είναι κι αυτή υποχρεωμένη να ακούει το κήρυγμά του». Είχε λοιπόν απόλυτο δίκιο ο Frederick Douglas (1818-1895), ένας από τους πιο σημαντικούς μαύρους αγωνιστές για την κατάργηση της δουλείας το 19ο αιώνα, όταν έλεγε: «Αγαπώ τον καθαρό, ειρηνικό κι αμερόληπτο Χριστιανισμό του Χριστού. Και μισώ το διεφθαρμένο Χριστιανισμό, το Χριστιανισμό που κρατά στην κατοχή του σκλάβους, που μαστιγώνει γυναίκες, που αρπάζει τα μωρά από τις κούνιες τους, το μεροληπτικό Χριστιανισμό αυτής της χώρας». Δε χρειάζεται να σκεφτούμε και πολύ για να βγάλουμε συμπεράσματα για το τι μας διδάσκουν όλα αυτά. Κι ας μη πάει το μυαλό μας σε άλλους, αλλά στον εαυτό μας, γιατί τέτοιες υποκριτικές συμπεριφορές αφθονούν και σήμερα και δεν περιορίζονται μόνο στις σχέσεις εργοδότη και υπαλλήλου.
Στο σκηνικό αυτό που περιγράψαμε παραπάνω, ας προσθέσουμε και τις γνώριμες σ’ όλους αντιπάθειες ανάμεσα στις διάφορες Διαμαρτυρόμενες αποχρώσεις. Κάποιος απ’ τους σκλάβους που είχε δραπετεύσει στο Βορρά, διηγείτο πως ο αφέντης του τού απαγόρευε να πάει σε μια εκκλησία άλλης απόχρωσης, λέγοντάς του: «Δε θα πας σ’ αυτή την εκκλησία. Θα σου βάλουν μέσα σου το διάβολο»... Φυσικά ο Θεός δεν ανήκει μόνο σε μια εκκλησία ή σε μια απόχρωση. Εργάζεται σε κάθε άνθρωπο, σε κάθε έθνος, σε κάθε φυλή ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που παρουσιάζει ο άνθρωπος, το έθνος ή η φυλή. Κι είναι γεγονός ότι στην ιδιοσυγκρασία της μαύρης φυλής ταιριάζουν πολύ περισσότερο οι εκκλησιαστικές αποχρώσεις που δίνουν έμφαση στην προσωπική εμπειρία και πολύ λιγότερο οι εκκλησίες με την αυστηρή οργάνωση και τη συστηματική θεολογία ή την τυπικότητα και τον επίσημο χαρακτήρα στη λατρεία τους. Ας μη ξεχνάμε άλλωστε ότι οι εκκλησίες των μαύρων, που ιδρύθηκαν αργότερα, επηρέασαν αποφασιστικά με το δυναμισμό τους και τις αυθόρμητες και τις υπερβολικές, πολύ συχνά, εκδηλώσεις τους, διάφορα χριστιανικά κινήματα στον 20ο αιώνα...
Ωστόσο το Πνεύμα του Θεού είναι εκεί. Κάποιος πρώην σκλάβος ιεροκήρυκας μιλά για το αποτέλεσμα που είχαν τέτοιου είδους συναθροίσεις: «Η αίθουσα πήρε φωτιά. Το Άγιο Πνεύμα ήταν εκεί. Οι καρδιές χτυπούσαν όλες στον ίδιο ρυθμό, καθώς στρέψαμε τη σκέψη μας στο Θεό για να Του πούμε τα βάσανα που ζούσαμε εδώ κάτω. Ο Θεός είδε την ανάγκη μας και ήρθε ανάμεσά μας».
Πώς όμως οδηγήθηκαν οι μαύροι σκλάβοι να ιδρύσουν καθαρά δικές τους εκκλησίες, χωρίς την κηδεμονία των αφεντικών τους; Στα πρώτα χρόνια, όσοι από τους μαύρους έχουν ενωθεί με την εκκλησία, συνοδεύουν τους αφέντες τους στις συνάξεις των πιστών. Φυσικά δεν κάθονται μαζί, λευκοί και μαύροι, αφέντες και δούλοι. Αυτό είναι αδιανόητο, ανεξάρτητα από το τι διδάσκει η Αγία Γραφή. Οι σκλάβοι κάθονται στον εξώστη σε θέσεις ειδικά προορισμένες γι’ αυτούς, συνήθως με τρόπο που να μη φαίνονται από εκείνους που κάθονται κάτω.[1] Αργότερα, στις συνάξεις που οργανώνουν οι ίδιοι οι μαύροι, υπάρχουν πάντα λευκοί που τους επιτηρούν και τους αστυνομεύουν: να μην ακουστεί στο κήρυγμα ο παραμικρός υπαινιγμός για ελευθερία, να αποφεύγονται διάφορες εκδηλώσεις και πολλά άλλα. Μας είναι γνωστό άλλωστε πόσο αφόρητους περιορισμούς μπορούν να επιβάλλουν χριστιανοί σε χριστιανούς. Πόσο μάλλον αν αυτοί είναι μαύροι και μάλιστα σκλάβοι.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες φυσικό είναι να αρχίσουν να αναζητούν οι χριστιανοί σκλάβοι τόπους λατρείας, όπου να συγκεντρώνονται κρυφά, μακριά από ξένα μάτια κι ελεύθεροι από περιορισμούς. Μαζεύονται σε δάση, σε φαράγγια, σε λαγκάδια, πίσω από κουρελούδες και κρεμασμένα παπλώματα που κόβουν τον ήχο, όπου ψάλλουν και προσεύχονται ψιθυριστά ή και εκδηλώνονται ελεύθερα, αν ο τόπος της σύναξής τους είναι αρκετά απομακρυσμένος.
Έτσι λοιπόν, με τέτοιο ηρωικό τρόπο, ξεκινά η εκκλησία των μαύρων της Αμερικής. Μια εκκλησία απ’ τις πιο σημαντικές της νεότερης εκκλησιαστικής ιστορίας, που επηρεάζει βαθιά σε πολλούς τομείς την παγκόσμια εκκλησία του Χριστού. Δεν είναι μονάχα ο δυναμισμός της, ο αυθορμητισμός της, η επιρροή της στη λατρεία και στις εξωτερικές εκδηλώσεις, όπως είπαμε και παραπάνω. Είναι και σε αρκετούς άλλους τομείς, όπως εκείνος της τέχνης και προπάντων της μουσικής, με τα περίφημα spirituals, τα νέγρικα θρησκευτικά τραγούδια, που συνέβαλαν καθοριστικά στη διαμόρφωση της μουσικής στη Διαμαρτυρόμενη εκκλησία στους νεότερους χρόνους κι αποτέλεσαν μαζί με τα blues (τα αντίστοιχα κοσμικά τραγούδια των μαύρων) και μαζί με τη λαϊκή μουσική παράδοση των λευκών Αμερικανών, την αφετηρία για ολόκληρη την απέραντη σε πλούτο σύγχρονη μουσική και για τα αμέτρητα είδη της. Δεν πρόκειται να επιμείνουμε στα spirituals. Εδώ θα περιοριστούμε σε λίγες μόνο παρατηρήσεις.
Η μαύρη φυλή έχει μια τελείως δική της πλούσια κι ενδιαφέρουσα μουσική κουλτούρα. Αν έχετε ακούσει ύμνους, όπως το «Άγια νύχτα» ή το «Πόσο μέγα εν Σοι φίλο», τραγουδημένους από μαύρους καλλιτέχνες, θα καταλάβετε τι εννοώ. Αυτή λοιπόν η πλούσια κι εντελώς αλλιώτικη μουσική παράδοση αποτέλεσε τη μήτρα όπου κυοφορήθηκαν τα νέγρικα θρησκευτικά τραγούδια. Ένα είδος καθαρά λαϊκό, χωρίς επώνυμους συνθέτες, προϊόν αυτοσχεδιασμού που γεννήθηκε στις συντροφιές των σκλάβων, με κάποια επίδραση και των λαϊκών τραγουδιών των λευκών αφεντικών τους, μια πολύτιμη κληρονομιά από όπου και σήμερα αντλεί όλος ο πολιτισμένος κόσμος και η παγκόσμια χριστιανική εκκλησία. Τα τραγούδια αυτά αποτέλεσαν το κυριότερο πνευματικό στήριγμα στα χρόνια της σκλαβιάς κι όχι μόνον τότε. Με τις συναρπαστικές και απλές μελωδίες τους, με τα πηγαία κι αυθόρμητα κείμενά τους τραγουδιόνταν παντού, στην ώρα της δουλειάς και μετά από αυτήν κι εμψύχωναν τους σκλάβους στην προσδοκία της ουράνιας πατρίδας, αλλά και στην ελπίδα της απελευθέρωσής τους από τα δεσμά της σκλαβιάς. Κι αυτό γιατί αρκετά από τα spirituals περιέχουν διφορούμενες έννοιες: σε πολλά τραγούδια ο λαός των μαύρων παραλληλίζεται με το λαό Ισραήλ, η «γη της επαγγελίας» (η γη Χαναάν), υπαινίσσεται την ουράνια πατρίδα, αλλά και την ελευθερία από τη δουλεία, το «τραίνο» συμβολίζει αρχικά το ταξίδι στον ουρανό, αλλά συγχρόνως υπαινίσσεται και το τραίνο που χρησιμοποιούσαν οι φυγάδες σκλάβοι για να μεταφερθούν ελεύθεροι πια στις Βόρειες Πολιτείες και πολλοί άλλοι παρόμοιοι συμβολισμοί. Τις περισσότερες φορές τα τραγούδια συνοδεύονταν και από χορευτικές κινήσεις, κάτι που όπως είπαμε είναι σύμφυτο με την αφρικανική φυλή, γι’ αυτό και συνηθίζεται ακόμα και σήμερα στις εκκλησίες των μαύρων της Αμερικής και της Αφρικής...
Με την κατάργηση της δουλείας το 1863, από τον πρόεδρο Abraham Lincoln, ανοίγει ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο στην ιστορία των μαύρων της Αμερικής, που αρκετές από τις σελίδες του έχουμε ζήσει κι εμείς και σε κάποιο ποσοστό συνεχίζουμε να ζούμε ακόμα και σήμερα. Είδαμε πώς αντιμετωπίζονταν στη διάρκεια της δουλείας όσοι κατέφευγαν στο Βορρά. Άλλο να υποστηρίζεις απλά την απελευθέρωση των σκλάβων κι άλλο να τους δέχεσαι σαν μέλη της κοινωνίας, ισότιμα με τους υπόλοιπους πολίτες. Αν λοιπόν στο Βορρά, όπου η δουλεία ήταν άγνωστη, οι μαύροι αντιμετωπίζονταν σαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας, είναι εύκολο να φανταστούμε την κατάσταση που επικρατεί στο Νότο μετά την κατάργηση της δουλείας.
Ολόκληρο το οικονομικό και κοινωνικό οικοδόμημα είχε στηριχτεί εκεί στο θεσμό της δουλείας. Οι μαύροι σκλάβοι ξαφνικά παύουν να ανήκουν σαν περιουσία στους αφέντες τους. Το γεγονός αυτό θα αποτελέσει ένα φοβερό σοκ για όλη την κοινωνία του Νότου, που ουσιαστικά μέχρι και σήμερα δε θα μπορέσει να το ξεπεράσει οριστικά και σε απόλυτο βαθμό. Πλούσιοι γαιοκτήμονες φτωχαίνουν ή χρεοκοπούν,[2] τεράστιες εκτάσεις παύουν να καλλιεργούνται, οι παλιοί αγέρωχοι αφέντες πρέπει να συνηθίσουν σε διαφορετική νοοτροπία και το κυριότερο να ζήσουν στην ίδια κοινωνία με τους απελευθερωμένους πρώην σκλάβους τους (συνολικά 4.000.000 σε αριθμό), που βέβαια δεν ξεχνούν το τι έχουν τραβήξει από αυτούς στον καιρό της σκλαβιάς. Ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο: Κάποιος πρώην αφέντης συναντά έναν πρώην σκλάβο και τον προσφωνεί υποτιμητικά: «γεια σου, μπάρμπα!» Ο τελευταίος γυρίζει και τον παρατηρεί: «λέγε με κύριο, όχι μπάρμπα»... Φυσικά, αυτό είναι το λιγότερο. Δείχνει όμως την ατμόσφαιρα που επικρατεί. Λευκοί και μαύροι είναι σχεδόν αδύνατο να συμβιώσουν. Οι μαύροι θεωρητικά έχουν ή πρέπει να έχουν, σύμφωνα με το σύνταγμα, ίσα δικαιώματα σαν ελεύθεροι πολίτες, στην πράξη όμως τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Το φοβερό πρόβλημα των φυλετικών διακρίσεων θα βασανίσει τη χώρα για έναν ακόμα τουλάχιστον αιώνα στην οξεία μορφή του, και σε κάποιο ποσοστό υφίσταται ακόμα και σήμερα. Οι θεωρίες της ανώτερης φυλής των λευκών και της κατώτερης των μαύρων έχουν σαν συνέπεια να ζουν οι μαύροι στο περιθώριο, να μη μπορούν να έχουν στο παραμικρό τις ευκαιρίες ανάπτυξης που έχουν οι λευκοί, να μένουν άνεργοι πολλοί απ’ αυτούς, να διώκονται με ασήμαντες αφορμές και να περιορίζονται σε άθλια Ghettos, όπου φυσικό είναι να αναπτύσσεται η βρωμιά, η αρρώστια και το έγκλημα. Προσπάθειες που γίνονται από μερικούς φωτισμένους ανθρώπους, να δοθούν στους μαύρους κάποιες εκτάσεις για καλλιέργεια, δεν ευδοκιμούν. Σύντομα οι εκτάσεις αυτές αποδίδονται πίσω στους παλιούς αφέντες και οι μαύροι πρώην σκλάβοι απομένουν και πάλι χωρίς μοίρα στον ήλιο. Στην καλύτερη περίπτωση καταντούν δουλοπάροικοι και χρεώστες στα παλιά τους αφεντικά, που τους νοικιάζουν κάποια χωράφια με βαριούς οικονομικούς όρους.
Παράλληλα, ιδρύονται ρατσιστικές οργανώσεις, όπως η φοβερή Ku Klux Klan, που αποτελούν το φόβητρο όλων εκείνων που έχουν διαφορετικό χρώμα από το λευκό.
Φυσικά, κάθε κανόνας έχει και τις εξαιρέσεις του. Είναι πολλοί οι Χριστιανοί και οι χριστιανικές οργανώσεις που βοηθούν τους απελευθερωμένους μαύρους. Αυτό κάνει ακόμα πιο αξιοκατάκριτη τη συμπεριφορά και τη νοοτροπία των υπόλοιπων Χριστιανών ή θρησκευόμενων που ευνοούν τις φυλετικές διακρίσεις. Υπάρχουν και κάποιοι μαύροι που ξεφεύγουν από τη μιζέρια, δημιουργούν σοβαρές περιουσίες ή κατέχουν διάφορα σημαντικά κρατικά αξιώματα. Αυτοί όμως είναι εξαιρέσεις. Η συντριπτική πλειοψηφία του μαύρου πληθυσμού ζει κάτω από τις συνθήκες που περιγράψαμε. Εξάλλου αρκετά από τα δικαιώματα που τους είχαν δοθεί τα πρώτα χρόνια καταργούνται σε κάποιες πολιτείες. Πήγαινε πολύ να δοθούν σε μαύρους τόσο προνόμια...
Με τις συνθήκες αυτές είναι και πάλι θαύμα πώς η εκκλησία του Χριστού αναπτύσσεται κι εδραιώνεται σαν κυριότερος θεσμός και κέντρο της ζωής της μαύρης κοινότητας. Κι αυτό μέσα από δυσκολίες και στενοχώριες κάθε μορφής. Σε αρκετές περιοχές απαγορεύεται στους μαύρους ιεροκήρυκες να κηρύττουν, αν δεν έχουν ειδική άδεια από τους λευκούς. Κάπου, σε κάποια περιοχή της Ν. Καρολίνας, οι Ku Klux Klan έχουν απαγορεύσει να πατήσει πόδι μαύρου πάστορα. Ο Lewis Thomson, μαύρος πάστορας, αγνοεί την απαγόρευση τους. Του στέλνουν απειλητικό γράμμα. Εκείνος προτιμά να πειθαρχεί στο Θεό μάλλον παρά στους ανθρώπους. Μέλη της οργάνωσης που αυτοαποκαλούνται «Χριστιανοί Ιππότες των Ku Klux Klan» τον δολοφονούν και πετούνε το πτώμα του στο ποτάμι, απαγορεύοντας στην οικογένειά του να του προσφέρει την «πολυτέλεια» της ταφής. Αυτά κι άλλα παρόμοια στις πρώτες δεκαετίες μετά την κατάργηση της δουλείας.
Ασφαλώς οι αληθινοί Χριστιανοί δεν έχουν καμιά σχέση με τέτοιου είδους πράξεις. Ωστόσο και σ’ αυτούς η νοοτροπία των φυλετικών διακρίσεων κυριαρχεί σε αρκετά μέρη, κυρίως των Νότιων Πολιτειών, μέχρι και στις μέρες μας. Δεν είναι πολλά χρόνια που κάποιος Αμερικανός ποιμένας προσπαθούσε να μου αποδείξει τάχα μέσα από την Αγία Γραφή, ότι η μαύρη φυλή είναι καταδικασμένη από τον Θεό να ζει στη σκιά και κάτω από την κυριαρχία των λευκών. Κι όταν στην αρχή της διακονίας του, τη δεκαετία του ’50, ο διάσημος ιεροκήρυκας Billy Graham έκανε την «καινοτομία» να περιλάβει στο επιτελείο των συνεργατών του κάποιο μαύρο Χριστιανό, η πράξη του θεωρήθηκε ιστορική και πρωτοποριακή, και μάλιστα μερικούς καθόλου δεν τους ενθουσίασε... Μεγάλη η ευθύνη των πνευματικών ηγετών που όφειλαν να βάζουν τις αλήθειες και τις αρχές της Αγίας Γραφής πάνω από παραδόσεις και καθιερωμένες αντιλήψεις κι όμως έκαναν ακριβώς το αντίθετο, παραπλανώντας τον απλό πιστό που είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσει από το πλήθος και να βαδίσει ενάντια στο ρεύμα. Και δυστυχώς ανάλογα φαινόμενα υπάρχουν σε κάθε τόπο και σε κάθε εποχή. Είναι εκπληκτικό και θλιβερό το πόση απόσταση μας χωρίζει σε αρκετά σημεία από εκείνα που δίδαξε κι έδειξε με το παράδειγμά Του ο Κύριος Ιησούς...

[1] Είναι γνωστό ένα θλιβερό επεισόδιο που συνέβη το 1786, όταν οι διάκονοι κάποιας εκκλησίας λευκών ανάγκασαν 3 μαύρους ποιμένες να εγκαταλείψουν την εκκλησία εσπευσμένα, την ώρα της προσευχής, γιατί είχαν καθίσει στον εξώστη σε θέσεις που προορίζονταν για τους λευκούς.
[2] Ας μη ξεχνάμε άλλωστε ότι λόγω του εμφυλίου πολέμου η χώρα ήδη έχει ερημώσει.